- περιχαρακώνω
- περιχαράκωσα, περιχαρακώθηκα, περιχαρακωμένος, οχυρώνω έναν τόπο, τον περιτριγυρίζω με χαράκωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιχαρακώνω — περιχαρακώνω, περιχαράκωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιχαρακώνω — περιχαρακῶ, όω, ΝΜΑ 1. κατασκευάζω χαράκωμα γύρω από κάτι, οχυρώνω 2. μτφ. προστατεύω αποτελεσματικά νεοελλ. απομονώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαρακῶ ( ώνω) (< χάραξ)] … Dictionary of Greek
περιχαράκωση — η, Ν 1. κατασκευή χαρακώματος γύρω από κάτι, οχύρωση 2. αποτελεσματική προστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχαρακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek
περιχαρακώ — Α βλ. περιχαρακώνω … Dictionary of Greek
σταυρώνω — σταυρῶ, όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός] 1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.) 2. (το αρσ. μτχ.… … Dictionary of Greek
χαρακίζω — Α [χάραξ, ακος] 1. περιχαρακώνω με αιχμηρούς πασσάλους μπήγοντάς τους στη γη σταυροειδώς 2. φρ. «χαρακίζουσι τοῖς προσθίοις σκέλεσι» (για τις μύγες) καθαρίζονται διασταυρώνοντας τα μπροστινά τους πόδια (Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
χαρακώνω — χαρακῶ, όω, ΝΜΑ [χάραξ, ακος] περιβάλλω έναν τόπο με αιχμηρούς πασσάλους κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, κατασκευάζω χαράκωμα, περιχαρακώνω νεοελλ. 1. σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, ριγώνω 2. (στην αμπελουργία)… … Dictionary of Greek